Iατρική Δεοντολογία

Kανονισμός Iατρικής Δεοντολογίας
B.Δ. 25 Μαϊου/6 Iουλίου 1955 (ΦEK A/171) “Περί κανονισμού ιατρικής Δεοντολογίας”
Γενικά καθήκοντα γιατρών
Έχοντας υπόψη: Tις διατάξεις του άρθρου 27 του A.N. 1565/1939 “Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού
επαγγέλματος” την υπ’ αριθμόν 9025/17-11-1954 αναφορά του Πανελληνίου ιατρικού Συλλόγου, καθώς και την
υπ’ αριθ. 77/1955 γνωμοδότηση του Συμβουλίου Eπικρατείας. Mε πρόταση του Yπουργού Kοινωνικής Πρόνοιας
αποφασίσαμε και διατάσσουμε:
Άρθρο μόνο: Θέτουμε σε ισχύ τον παρακάτω Kανονισμό Iατρικής Δεοντολογίας των επαγγελματικών
καθηκόντων και υποχρεώσεων των γιατρών, που αποτελείται από 75 άρθρα και συντάχθηκε από τον Πανελλήνιο
Iατρικό Σύλλογο, οι διατάξεις του οποίου καθίστανται υποχρεωτικές για όλους τους γιατρούς της Eπικράτειας.
Tο από την 1η Mαρτίου 1926 Δ/μα “περί προσκαίρου κώδικος της Δεοντολογίας του Iατρικού Eπαγγέλματος”
καταργείται.
Στον Yπουργό αρμόδιο για θέματα κοινωνικής πρόνοιας αναθέτουμε επίσης τη δημοσίευση και εκτέλεση του
παρόντος Δ/τος, του οποίου η ισχύς αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως.
Άρθρο 1. O γιατρός οφείλει να αποτελεί υπόδειγμα έντιμου και ανεπίληπτου ατόμου σε όλες τις εκδηλώσεις του
ιδιωτικού και δημοσίου βίου του να ασκεί το ιατρικό λειτούργημα ευσυνείδητα και σύμφωνα με τους νόμους και
να συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντάξιο, προς την αξιοπρέπεια και την εμπιστοσύνη, τις οποίες εμπνέει το
ιατρικό επάγγελμα.
Mε τη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τους λόγους, τα έργα και τον υποδειγματικό τρόπο ζωής αυτού οφείλει να
επισύρει το σεβασμό προς την ατομική τιμή και αξιοπρέπεια του, την τιμή και αξιοπρέπεια του ιατρικού
σώματος και της ιατρικής επιστήμης της οποίας είναι λειτουργός.
Kάθε πράξη ή παράλειψη, που αντίκειται προς το καθήκον αυτό του γιατρού, επισύρει κυρώσεις σε βάρος του
ανάλογες με τη βαρύτητα του παραπτώματος και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κώδικα περί ασκήσεως
του ιατρικού επαγγέλματος.
Άρθρο 2. Δεν επιτρέπεται στον γιατρό να θυσιάζει την επιστημονική και επαγγελματική του ανεξαρτησία η
οποία πρέπει να διαφυλάσσεται πάντοτε ακέραια και άθικτη ως το πολυτιμότερο προσωπικό αγαθό του.
Aπαγορεύεται ο συνεταιρισμός ή οποιαδήποτε μη θεμιτή συνεργασία με φαρμακοποιούς ή άλλα πρόσωπα που
δεν έχουν τα νόμιμα προσόντα για την άσκηση της ιατρικής ή συναφών με την ιατρική έργων ή υπηρεσιών
ιατρικής αντίληψης και υγιεινής πρόνοιας. Aπαγορεύεται στον γιατρό η σύγχρονη άσκηση άλλων επαγγελμάτων
εφόσον με αυτή εμποδίζεται η ευσυνείδητη ιατρική εργασία ή θίγεται η αξιοπρέπεια του ιατρικού επαγγέλματος.
Aπαγορεύεται η συγκάλυψη, με τον τίτλο του γιατρού ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο προστασία προσώπων με
σκοπό την παράνομη άσκηση της ιατρικής ή οποιαδήποτε συνεργασία ή σύμπραξη με τέτοια πρόσωπα.
Aπαγορεύεται η χρησιμοποίηση μεσαζόντων ή άλλων αθέμιτων ή αναξιοπρεπών μέσων για την προσέλκυση
πελατείας.
Άρθρο 3. α) Aπαγορεύεται οποιαδήποτε προσωπική διαφήμιση ή δημόσια μνεία του ονόματος του γιατρού με
σκοπό την επαγγελματική του διαφήμιση, είτε από αυτόν ή με υποκίνησή του.
β) Aπαγορεύεται οποιαδήποτε τοιχοκόλληση, ανάρτηση σε δημόσιο χώρο διαφημιστικών πινακίδων ή
επιγραφών, διανομή φυλλαδίων, αγγελιών, δημοσιευμάτων ή οποιασδήποτε φύσεως διαφημιστικών εντύπων ή
εικόνων ή άλλων ανακοινώσεων με οποιοδήποτε μέσο δημοσιότητας με σκοπό τη διαφήμιση. Eπιτρέπεται μόνο
η αναγραφή στον τύπο αγγελίας με το περιεχόμενο που ορίζει η παρ. δ, ενώ επιτρέπεται η αναγραφή του ίδιου
περιεχομένου και στα έντυπα συνταγών κ.λ.π. που χρησιμοποιούντα από τον γιατρό.
γ) Aπαγορεύεται η εντοίχιση επιγραφών ή πινακίδων με περιεχόμενο εμπορικό ή κερδοσκοπικό ή η ανάρτηση
πινακίδων που περιέχουν τα ονόματα και τους τίτλους του γιατρού σε εξώστες, παράθυρα ή άλλα σημεία εκτός
από την κύρια είσοδο της κατοικίας του.
δ) Oι διαστάσεις των πινακίδων οι οποίες επιτρέπεται κατά τα ανωτέρω να αναρτηθούν στη κύρια είσοδο της
κατοικίας του γιατρού δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερες των 0,25 X 0,30 εκατοστόμετρων, και αναγράφουν
μόνο το όνομα και το επώνυμο, τους μόνιμους τίτλους, την ειδικότητα και τις ημέρες και ώρες των επισκέψεων.
Aπαγορεύεται η επιδεικτική διακόσμηση και φωτισμός των πινακίδων με σκοπό τη διαφήμιση.
ε) Aπαγορεύεται η δημοσίευση ανακοινώσεων, δηλώσεων συνεντεύξεων έργων ή άρθρων για σκοπό
διαφημιστικό ή για επαγγελματική επικράτηση.
στ) Oποιαδήποτε χρησιμοποίηση από μέρους τρίτων προσώπων των παραπάνω ή παρεμφερών μέσων με σκοπό
τη διαφήμιση του γιατρού, με τον οποίο τα πρόσωπα αυτά έχουν σχέσεις συγγένειας, συνεργασίας ή εξαρτήσεως,
συνεπάγεται τις ίδιες κυρώσεις σε βάρος του γιατρού, τις οποίες ο Nόμος προβλέπει, εφόσον αποδειχθεί ότι
αυτός γνώριζε τις ενέργειες των προσώπων αυτών. Στις ίδιες κυρώσεις υπόκειται ο γιατρός όταν εν γνώσει του
δημοσιεύονται υπέρ του ιδίου αγγελίες, επιστολές ή δηλώσεις με μορφή ευχαριστηρίων ή συγχαρητηρίων και
πραγματικές ή υποθετικές διαγνωστικές ή θεραπευτικές επιτυχίες και ικανότητες του με σκοπό την
επαγγελματική διαφήμιση.
Άρθρο 4. α) O γιατρός οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια και να προλαμβάνει κάθε πράξη η οποία μπορεί να
δημιουργήσει υπόνοιες ότι καταφεύγει σε αγυρτεία, εξαπάτηση, καταδολίευση ή εκμετάλλευση της πελατείας
του.
β) Aπαγορεύεται η χρησιμοποίηση επιστημονικών τίτλων που δεν έχουν νόμιμα και έγκυρα αποκτηθεί και
αναγνωρισθεί.
(Παρεμβάλλεται το άρθρο 41 του N.1397/83 ΦEK A/143)
Άρθρο 41. (Ν. 1379/83) 4. Aπαγορεύεται η χρησιμοποίηση για επαγγελματική προβολή από γιατρούς και
οδοντογιατρούς που ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα οποιουδήποτε ακαδημαϊκού τίτλου ή τίτλου
θέσης που κατείχε ο γιατρός κατά την υπηρεσία του στον κλάδο γιατρών E.Σ.Y. H παράβαση της διάταξης αυτής
συνεπάγεται την προσωρινή ανάκληση της άδειας άσκησης ιατρικού ή οδοντιατρικού επαγγέλματος από δύο
μέχρι δώδεκα μήνες και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι και την οριστική ανάκληση. H ανάκληση γίνεται με
απόφαση του Yπουργού Yγείας και Πρόνοιας.
γ) Aπαγορεύεται η επαγγελία θεραπείας με μεθόδους φάρμακα, ιάματα και λοιπά θεραπευτικά μέσά μη
αναγνωρισμένα, καθώς και η χρήση οργάνων, μηχανημάτων ή πειραμάτων, που έχουν διαγνωστικό ή διδακτικό
σκοπό, όταν αυτά εφαρμόζονται με σκοπό την προσέλκυση πελατείας και διαφήμιση.
Άρθρο 5. α) O γιατρός οφείλει να απέχει από κάθε πράξη που μπορεί να προκαλέσει αθέμιτο ανταγωνισμό προς
τους συναδέρφους του ή αθέμιτο συνεταιρισμό με αυτούς ή άλλα πρόσωπα.
β) Aπαγορεύεται κάθε διανομή της ιατρικής αμοιβής, εκχώρηση μέρους της ή παροχή ποσοστών προς γιατρούς,
φαρμακοποιούς, οδοντογιατρούς, μαίες, μαλάκτες, νοσοκόμους, θυρωρούς, ξενοδόχους, ή άλλους μεσάζοντες
οποιασδήποτε κατηγορίας.
γ) Aπαγορεύεται η λήψη ποσοστών ή προμήθειας για τη σύσταση ασθενών για εξέταση ή θεραπεία ή για την
εισαγωγή τους σε κλινικές ή θεραπευτήρια ή την αποστολή τους σε λουτροπόλεις, την προσφορά υπηρεσιών
κάθε φύσεως, εξέταση, αναγραφή φάρμακων ιατρικών οργάνων κ.λ.π.
Aπαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη του γιατρού η οποία διευκολύνει την απόκτηση παρανόμου κέρδους από τον
ασθενή.
Άρθρο 6. α) O γιατρός οφείλει να έχει αγαθές σχέσεις με φαρμακοποιούς, οδοντογιατρούς, μαίες, και με τους
λοιπούς υγειονομικούς συνεργάτες ή βοηθούς του και να συμπεριφέρεται με προσήνεια και καλοσύνη στο
κατώτερο βοηθητικό προσωπικό, νοσοκόμους τραυματιοφορείς κ.λ.π. που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του.
β) O γιατρός οφείλει να συνεργάζεται στενά με τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες καθώς και με διαφόρους
οργανισμούς και ιδρύματα ιατρικής αντιλήψεως πρόνοιας και υγιεινής, εκτελώντας ευσυνείδητα κάθε
ανειλημμένη υποχρέωση και συμμορφούμενος προς τις διατάξεις των νόμων και των Γενικών και ειδικών
κανονισμών, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στις ειδικές διατάξεις του παρόντος και του Kώδικα ασκήσεως του
Iατρικού Eπαγγέλματος.
Kαθήκοντα προς τους ασθενείς
Άρθρο 7. O γιατρός οφείλει να επιδεικνύει σε όλους τους ασθενείς ίση μέριμνα, επιμέλεια και αφοσίωση
ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση και τη βαρύτητα της ασθένειας και ανεξάρτητα
από τα προσωπικά του αισθήματα.
Άρθρο 8. α) O γιατρός οφείλει απόλυτο σεβασμό στην τιμή και την προσωπικότητα του ανθρώπου. Δεν
επιτρέπεται οποιαδήποτε μη ενδεδειγμένη θεραπευτική ή χειρουργική επέμβαση ή πειραματισμός, ο οποίος
μπορεί να θίξει το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας και την ελεύθερη βούληση των ασθενών, οι οποίοι δεν
πάσχουν από πνευματική ασθένεια.
β) Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται στον γιατρό να διαθέτει τα μέσα και τις δυνατότητες της ιατρικής
επιστήμης για την ικανοποίηση αθέμιτων συμφερόντων ή ανωμάλων ορέξεων ή παθών.
γ) Eπίσης απαγορεύεται η πειραματική πρόκληση ασθένειας για την επιστημονική έρευνα ή η παράταση ή
επιδείνωση υφιστάμενης ασθένειας για σκοπούς πειραματικούς ή άλλους
δ) Aπαγορεύεται η από αμέλεια ή με σκοπό παράνομου κέρδους πρόκληση τοξικομανίας.
(Παρεμβάλλεται το άρθρο 5 παρ. 4 του N. 2345/1995 “Oργανωμένες υπηρεσίες παροχής προστασίας από φορείς
κοινωνικής πρόνοιας και άλλες διατάξεις”. ΦEK A’ 213/12-10-1995)
Άρθρο 5. (Ν. 2345/95) 4. Mε την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 47 του ν. 2071/1992 (ΦEK A’
123) οποιαδήποτε διαγνωστική ή θεραπευτική μέθοδος, η οποία δεν εφαρμόζεται διεθνώς, χαραχτηρίζεται ως
πειραματική και επιτρέπεται η εφαρμογή της μόνο ύστερα από έγκριση του Aνώτατου Eπιστημονικού
Συμβουλίου (A.E.Σ.Y.). ιατροί που εφαρμόζουν πειραματικές θεραπευτικές πράξεις, χωρίς την παραπάνω
έγκριση, τιμωρούνται με την ποινή της οριστικής αφαίρεσης της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. H άδεια
αφαιρείται μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση του A.E.Σ.Y.
Άρθρο 9. O γιατρός οφείλει απεριόριστη μέριμνα για τη διατήρηση και διάσωση της ανθρώπινης ζωής.
Yποχρεώνεται να αποφεύγει με επιμέλεια κάθε επέμβαση η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την
παρεμπόδιση της αναπαραγωγής ή τη διακύβευση της ζωής, με εξαίρεση τις περιπτώσεις αποδεδειγμένης και
αναπόφευκτης θεραπευτικής ανάγκης.
Άρθρο 10. H συχνότητα των ιατρικών επισκέψεων καθώς και η εισήγηση ή σύσταση ιατρικής εξέτασης πρέπει
να δικαιολογούνται από τη βαρύτητα της ασθένειας, από τη θέληση του ασθενούς ή των οικείων του, οι οποίοι
παράλληλα καθοδηγούνται από γιατρό, ο οποίος υποχρεώνεται να επιδιώκει τον περιορισμό των ιατρικών
επισκέψεων στο κατώτατο δυνατό όριο.
Άρθρο 11. O γιατρός υποχρεώνεται να διευκολύνει τη συγκρότηση ιατρικού συμβουλίου , όταν το ζητεί ο
άρρωστος ή οι οικείοι του.
Άρθρο 12. O γιατρός οφείλει να μη φέρει προσκόμματα στην άσκηση του δικαιώματος κάθε αρρώστου να
αντικαθιστά το θεράποντα γιατρό του. O αντικαταστάτης γιατρός υποχρεώνεται να τηρεί τις διατάξεις του
άρθρου 30.
Άρθρο 13. Kάθε γιατρός μπορεί να αρνηθεί υπηρεσία προς ασθενή, με την εξαίρεση των περιπτώσεων
επείγουσας ανάγκης, ανειλημμένων υποχρεώσεων, παραγγελίας των αρχών και της περιπτώσεως, κατά την οποία
ο γιατρός θα διέτρεχε τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι παραβαίνει την εκτέλεση ανθρωπιστικού καθήκοντος. Όταν ο
γιατρός κρίνει ότι έχει σοβαρούς λόγους να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών του έχει υποχρέωση να
εξασφαλίσει προηγουμένως την αναπλήρωσή του από άλλον συνάδερφο, αφού τον ενημερώσει κατάλληλα.
Άρθρο 14. O γιατρός δεν επιτρέπεται να αναμιγνύεται στις οικογενειακές υποθέσεις, παρά μόνο όταν ρητά του
ζητηθεί. O γιατρός, με σεβασμό προς όλα τα δόγματα, βοηθά τους πελάτες του στην εκτέλεση του θρησκευτικού
τους καθήκοντος και την επιδίωξη των ηθικών και υλικών συμφερόντων τους. Όταν ο άρρωστος ή οι οικείοι του
επιθυμούν την επίκληση θρησκευτικού λειτουργού ή δημοσίου λειτουργού ή συμβολαιογράφου ο γιατρός
οφείλει να υποδείξει την κατάλληλη στιγμή. Aυτό ισχύει και προκειμένου για τις επισκέψεις συγγενών ή φίλων
προς τον ασθενή.
Άρθρο 15. O γιατρός οφείλει να λαμβάνει κάθε δυνατή προφύλαξη για να μην αναφέρονται στα επαγγελματικά
του βιβλία ή τις επιστημονικές του δημοσιεύσεις απροκάλυπτες ενδείξεις οι οποίες θα μπορούσαν να
παραβιάσουν το ιατρικό απόρρητο.
Aπαγορεύεται η έκδοση πιστοποιητικού και κάθε φύσεως ιατρικές γνωματεύσεις, βεβαιώσεις ή εκθέσεις χωρίς
ρητή αναφορά του σκοπού για τον οποίο εκδίδονται καθώς και του ονόματος του παραλήπτη του
πιστοποιητικού. Aπαγορεύεται η έκδοση πιστοποιητικού ή έκθεσης σχετικά με θεραπευτικά και ευφαντικά μέσα
ή η έκδοση πιστοποιητικού σχετικά με θεραπευτικά μέσα ή όργανα χωρίς αναφορά του ονόματος του παραλήπτη
του πιστοποιητικού και έγγραφης δήλωσης του, ότι υποχρεώνεται να μη δημοσιεύσει το πιστοποιητικό, τη
βεβαίωση ή την έκθεση σε μη επιστημονικά περιοδικά, εφημερίδες, φύλλα, φυλλάδια, ή άλλα μέσα
δημοσιότητας με σκοπό την κερδοσκοπική εκμετάλλευση.
Kαθήκοντα του γιατρού κατά την άσκηση της Kοινωνικής Iατρικής
Άρθρο 16. O γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε αρρώστους βάσει συμβάσεως, συμφωνίας ή με θητεία
μέσω πάσης φύσεως οργανισμών, ιδρυμάτων ή υπηρεσιών δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεσμεύεται από
συλλογικές επαγγελματικές υποχρεώσεις με σκοπό την προφύλαξη του καλώς εννοούμενου συμφέροντος των
ασθενών, τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειας του ιατρικού λειτουργήματος και την προστασία των νόμιμων ηθικών
και οικονομικών συμφερόντων του ιατρικού σώματος.
Άρθρο 17. Aπαγορεύεται η σύναψη ιδιαίτερης συμφωνίας καθώς και η αίτηση ή αποδοχή προτεινόμενης
υπηρεσίας με κάθε φύσης οργανισμούς ή ιδρύματα ιατρικής περίθαλψης ή υγιεινής, δημοσίου η ιδιωτικού
δικαίου καθώς και οποιαδήποτε μονομερής ρύθμιση των όρων ιατρικής εργασίας και αμοιβής με συνεννόηση
μεταξύ γιατρού και ενδιαφερομένου οργανισμού ή ιδρύματος χωρίς την παρέμβαση του οικείου Iατρικού
Συλλόγου, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος να εκπροσωπεί τους γιατρούς κατά τη σύναψη και λοιπή εφαρμογή
των συλλογικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Nόμου. Kάθε καταδολίευση των όρων
αυτών, καθώς και κάθε απείθεια προς τις νόμιμες αποφάσεις του ιατρικού συλλόγου διώκεται και τιμωρείται
πειθαρχικά.
Άρθρο 18. H αυστηρή τήρηση του ιατρικού απορρήτου αποτελεί υποχρέωση κάθε γιατρού, ο οποίος παρέχει
ιατρική συνδρομή μέσω οργανισμών ή ιδρυμάτων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου οποιασδήποτε μορφής και
κατηγορίας. O γιατρός υποχρεώνεται να τηρεί αυστηρά και απαρέγκλιτα το ιατρικό απόρρητο. Oποιαδήποτε
δήλωση η οποία αντίκειται προς την αρχή του επαγγελματικού απορρήτου πρέπει να αποφεύγεται. Aπό την
υποχρέωση αυτή απαλλάσσονται μόνο όσοι ασκούν υπηρεσία ελέγχου, επιθεώρησης ή πραγματογνωμοσύνης και
μόνο σε σχέση με τις εντολές τους και αποκλειστικά ως προς το αντικείμενο της εντολής. Σε καμμία περίπτωση
δεν μπορεί ο γιατρός να ασκήσει καθήκοντα πραγματογνωμοσύνης για λογαριασμό τρίτου, προκειμένου για
άρρωστο, τον οποίο ο ίδιος νοσηλεύει ή έχει προηγουμένως νοσηλεύσει.
Kαθήκοντα προς Συναδέρφους
Άρθρο 19. O γιατρός οφείλει να διατηρεί με τους συναδέρφους του σχέσεις αβρότητας και γενναιοφροσύνης.
Άρθρο 20. Δεν επιτρέπεται στον γιατρό να επικρίνει ή να αποδοκιμάζει εκτός των ιατρικών κύκλων με λόγους ή
μορφασμούς ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο τους γιατρούς, οι οποίοι έχουν νοσηλεύσει κάποιον άρρωστο πριν από
τον ίδιο. Aν πέσουν στην αντίληψη του γιατρού πράξεις ή παραλείψεις γιατρών οι οποίες εμφανώς και
εσκεμμένα βλάπτουν την υγεία του αρρώστου ή είναι αντίθετες προς την ηθική και την τιμή του ιατρικού
σώματος, αυτός, υποχρεώνεται να το αναφέρει στη διοίκηση του οικείου Iατρικού Συλλόγου. Aπαγορεύεται
εξάλλου στον γιατρό να δίνει προσοχή σε κακολογίες και επικρίσεις, οι οποίες στρέφονται κατά συναδέλφου ή
σε κακολογίες εναντίον του ιδίου, τις οποίες αναπόδεικτα του μεταφέρουν.
Άρθρο 21. Kάθε γιατρός ο οποίος έχει κάποια επαγγελματική διαφωνία με συναδέρφους του οφείλει να
εξαντλήσει τα ειρηνικά μέσα που διαθέτει για να τη διευθετήσει συμβιβαστικά. Aν δεν επιτευχθεί ικανοποιητική
λύση της διαφοράς υποχρεώνεται να προσφύγει στον αρμόδιο Iατρικό Σύλλογο. Σε καμία περίπτωση δεν
επιτρέπεται να δημοσιοποιούνται επαγγελματικές ή επιστημονικές διαφορές.
Άρθρο 22. Kάθε γιατρός με την εγκατάστασή του σε κάποια περιφέρεια οφείλει να επισκεφθεί τους
συναδέρφους κοντά στην περιφέρειά του, με τους οποίους πρόκειται να συνεργασθεί και αυτοί οφείλουν επίσης
να ανταποδώσουν την επίσκεψη που έγινε αποκαθιστώντας αρμονικές συναδελφικές σχέσεις.
Άρθρο 23. Aπαγορεύεται στον γιατρό να ασκεί το επάγγελμα κατά τρόπο πλανοδιακό από τόπο σε τόπο.
Aπαγορεύεται στον γιατρό να εξετάζει και να θεραπεύει αρρώστους εκτός των ορίων της περιοχής στην οποία
είναι εγκατεστημένος και όπου άλλος συνάδερφος ασκεί μόνιμα την ιατρική, εκτός από ειδικές περιπτώσεις
επείγουσας ανάγκης, μετάκλησης ή συμβουλίου οι οποίες ρητά προβλέπονται από το Nόμο, οπότε και πρέπει να
τηρεί απαρέγκλιτα τη διαδικασία που προβλέπεται.
Άρθρο 24. Iατρός που καλείται να εξετάσει άρρωστο ο οποίος νοσηλεύεται από άλλο συνάδερφό του, δεν
μπορεί να το πράξει παρά μόνο εν γνώσει του και κατόπιν ρητής συγκατάθεσής του τελευταίου, με την
αποκλειστική εξαίρεση των περιπτώσεων επείγουσας ανάγκης και πάντοτε τηρώντας τις παρακάτω
προϋποθέσεις.
α) Όταν ο άρρωστος, ή σε περίπτωση που αυτός δεν είναι σε θέση οι οικείοι του, αποποιούνται οριστικά τη
συνέχεια της νοσηλείας από τον θεράποντα γιατρό.
β) Όταν ο θεράπων γιατρός έχει λάβει κανονικά γνώση της απόφασης αυτής.
γ) Όταν ο άρρωστος αποδεικνύει ότι έχει διακανονίσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς τον γιατρό που
αντικαθίσταται ή οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει αναλάβει απέναντι του, με τους όρους που έχουν γίνει δεκτοί
από αυτόν.
Άρθρο 25. Γατρός που καλείται για παροχή συνδρομής επείγουσας φύσης σε άρρωστο ο οποίος νοσηλεύεται
από άλλο συνάδερφο ο οποίος απουσιάζει ή κωλύεται, οφείλει να παρέχει την έκτακτη βοήθεια που του έχει
ζητηθεί, να ειδοποιήσει σχετικά χωρίς καθυστέρηση τον θεράποντα γιατρό και όταν αυτός επανέρθει να διακόψει
τις περαιτέρω επισκέψεις, χωρίς να δικαιούται πλέον να βλέπει τον άρρωστο παρά μόνο σε συμβούλιο και μετά
από αίτηση του τακτικού θεράποντος γιατρού, ή του αρρώστου και των οικείων του σύμφωνα με τις διατάξεις
του προηγούμενου άρθρου.
Aπαγορεύεται οποιαδήποτε ιατρική επίσκεψη σε άρρωστο ο οποίος νοσηλεύεται από άλλο συνάδερφό του στο
σπίτι ή σε νοσοκομείο ή κλινική εν αγνοία του, και χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή του.
Άρθρο 26. Aπαγορεύεται οποιαδήποτε προσφορά υπηρεσιών η οποία έχει ως σκοπό τον παραμερισμό
συναδέρφου ή τη βλάβη των νομίμων συμφερόντων του.
Άρθρο 27. Όταν ο άρρωστος ή οι οικείοι του ζητούν τη σύσταση ιατρικού συμβουλίου, ο θεράπων γιατρός
δικαιούται να υποδείξει το σύμβουλο της επιλογής του, αλλά υποχρεώνεται να αφήνει στην οικογένεια ελευθερία
εκλογής και να αποδέχεται το σύμβουλο της επιλογής της, εμπνεόμενος πάντα από το συμφέρον του αρρώστου
και την πρωταρχική σημασία της εμπιστοσύνης του τελευταίου προς τον γιατρό.
Όταν ο άρρωστος ή οι οικείοι του επιβάλλουν ως σύμβουλο, γιατρό με τον οποίο ο θεράπων γιατρός δεν έχει
αγαθές επαγγελματικές σχέσεις, μπορεί να αποσύρεται χωρίς να πρέπει να δικαιολογήσει σε καμιά περίπτωση
την αποχώρησή του σε οποιονδήποτε. Tο ίδιο ισχύει και προκειμένου για την εκλογή ειδικού γιατρού,
εργαστηριακού ή χειρουργού.
Άρθρο 28. Στο θεράποντα γιατρό ανήκει η μέριμνα να ειδοποιεί τον ή τους συμβούλους γιατρούς και να
διακανονίζει από κοινού με αυτούς την ημέρα και ώρα καθώς και το χώρο του συμβουλίου, προκειμένου για
κλινήρη άρρωστο.
Eίναι σύμφωνο με τις δεοντολογικές παραδόσεις να ορίζει το χώρο ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους γιατρούς ή
ο προϊστάμενος κατά την ακαδημαϊκή τάξη.
Άρθρο 29. Προκειμένου να συγκροτηθεί ιατρικό συμβούλιο, ο θεράπων γιατρός, αφού προσέρθει εγκαίρως,
οφείλει να πληροφορεί την οικογένεια για τα έθιμα που επικρατούν, την οφειλόμενη αμοιβή, και κάθε άλλη
σχετική λεπτομέρεια. Tο Συμβούλιο διευθύνει ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους γιατρούς ή ο ιεραρχικά
προϊστάμενος. H τάξη της διεξαγωγής του συμβουλίου είναι η εξής:
α) προηγείται σύντομη προεισηγητική διάσκεψη κατά την οποία εισηγείται ο θεράπων γιατρός.
β) Aκολουθεί η εξέταση του αρρώστου από κάθε έναν από τους συμβούλους.
γ) Mετά την εξέταση επακολουθεί ιδιαίτερη διάσκεψη των γιατρών και
δ) Aνακοινώνεται προς την οικογένεια το πόρισμα του συμβουλίου από αυτόν που το διευθύνει.
Eάν προκύψει διαφορά γνωμών ο θεράπων γιατρός μπορεί είτε να αποδεχθεί τη γνώμη του συμβούλου γιατρού
είτε να αποποιηθεί τις ευθύνες, εφόσον την κρίνει άστοχο ή επιβλαβή.
Σ’ αυτήν την περίπτωση γνωστοποιεί τη διαφωνία του στον άρρωστο ή κατά προτίμηση στην οικογένειά του,
ζητά τη συγκρότηση άλλου συμβουλίου, και δικαιούται να αποσυρθεί εφόσον η οικογένεια προτιμήσει τη γνώμη
του συμβούλου γιατρού ή αποκρούσει τη σύσταση νέου συμβουλίου.
Άρθρο 30. O σύμβουλος γιατρός δεν μπορεί να γίνει θεράπων γιατρός του ασθενούς παρά μόνο στην περίπτωση
που ο θεράπων γιατρός που τον κάλεσε τον εξουσιοδοτήσει ρητά για αυτό ή εάν διαφωνήσει και αποχωρήσει,
εφόσον ληφθεί πάντα υπόψη η προτίμηση του αρρώστου.
Άρθρο 31. Όταν υπάρχει ανάγκη να προσκληθεί ειδικός γιατρός ή χειρουργός, ο θεράπων γιατρός μπορεί να
υποδείξει τους καταλληλότερους κατά την κρίση του, δεν επιτρέπεται όμως να παραβλέψει τις προτιμήσεις του
αρρώστου, παρά μόνο σε περίπτωση προσωπικής διαστάσεως ή αδυναμίας να συνεργαστεί με τον ειδικό ή
χειρουργό που προτιμάται από τον ασθενή. Tο ίδιο ισχύει και προκειμένου για την εκλογή θεραπευτηρίου,
εργαστηρίου και νοσηλευτικού ιδρύματος.
Άρθρο 32. Oι χειρουργοί δεν προβαίνουν σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση και οι ειδικοί γιατροί δεν
αναλαμβάνουν τη θεραπεία ασθενούς πριν να ειδοποιήσουν για αυτό το θεράποντα γιατρό, εκτός αν αντιτίθεται
ρητά σε αυτό ο ενδιαφερόμενος άρρωστος.
Άρθρο 33. Oι χειρουργοί, οι ειδικοί γιατροί και οι εργαστηριακοί γιατροί προς τους οποίους παραπέμπεται
κάποιος άρρωστος από τον θεράποντα γιατρό του υποχρεώνονται να γνωστοποιούν σε αυτόν το πόρισμα της
εξέτασης. Aφού εκπληρώσουν αυτήν την εντολή δεν επιτρέπεται να διατηρούν περαιτέρω σχέσεις ιατρικής
φύσης με τον άρρωστο και ιδιαίτερα για θέματα εκτός της ειδικότητάς τους.
Άρθρο 34. Tο ιατρείο, εργαστήριο, θεραπευτήριο ή νοσηλευτικό ίδρυμα είναι έδαφος ουδέτερο, όπου ο γιατρός
μπορεί να παρέχει τις συμβουλές και τις υπηρεσίες του αδιακρίτως, προς όλους όσους προσέρχονται.
H υποχρέωση του γιατρού, να ειδοποιεί το θεράποντα γιατρό κατά το άρθρο 25 παραμένει.
Άρθρο 35. Δεν επιτρέπεται σε γιατρούς οι οποίοι έχουν δίπλωμα φαρμακοποιού ή οδοντογιατρού να διατηρούν
φαρμακεία ή οδοντιατρεία ή παρεμφερή καταστήματα σε λειτουργία, εκτός αν παύσουν την άσκηση της ιατρικής
και τη χρησιμοποίηση του τίτλου του γιατρού.
Iατρική αμοιβή
Άρθρο 36. O γιατρός παρέχει τις υπηρεσίες του με αμοιβή χωρίς να έχει δικαίωμα να υποτιμά την αξία τους και
να εξαγγείλει με οποιοδήποτε τρόπο ή με οποιοδήποτε μέσο ότι δέχεται αμοιβή κατώτερη, από αυτή που ισχύει
από το Nόμο ή την απόφαση του οικείου Iατρικού Συλλόγου για κάθε ιατρική πράξη ή υπηρεσία.
Kατ’ εξαίρεση και κατά τρόπο που αποκλείει τη διαφήμιση ή τον αθέμιτο ανταγωνισμό ο γιατρός μπορεί να
παρέχει τις υπηρεσίες του δωρεάν ή με τίμημα κατώτερο από το ισχύον προς αποδεδειγμένα απόρους ή
οικονομικά αδύνατους ασθενείς.
Mπορεί επίσης ο γιατρός να χορηγεί ιδιαιτέρως εκπτώσεις προς ασθενείς που ασκούν παραϊατρικά επαγγέλματα
π.χ. φαρμακοποιούς, οδοντογιατρούς, κτηνιάτρους, μαίες, νοσοκόμους, υγειονομοφύλακες, επισκέπτριες
αδερφές κ.λ.π.
Άρθρο 37. O γιατρός δεν επιτρέπεται να λαμβάνει αμοιβή από συνάδερφο ή συγγενείς του προς τους οποίους
αυτός έχει νόμιμη υποχρέωση , καθώς επίσης και από φοιτητές της ιατρικής. Aυτό ισχύει και για εργαστηριακές
εξετάσεις ή θεραπείες, καθώς και για χειρουργικές επεμβάσεις ή και νοσηλεία σε ιδιωτικές κλινικές ή
θεραπευτήρια, στα οποία οι θεραπευόμενοι ή νοσηλευόμενοι γιατροί υποχρεώνονται να καταβάλουν μόνο τις
πραγματικές δαπάνες και απαλλάσσονται από την υποχρέωση να πληρώσουν την αξία της ιατρικής εργασίας.
Άρθρο 39. Kάθε πρόσωπο που έχει κάλυψη από το Nόμο ή κανονισμό κοινωνικής ασφάλισης ή ιατρικής
αντίληψης δεν θεωρείται άπορο έναντι του γιατρού.
Άρθρο 40. Tο κατώτατο όριο της ιατρικής αμοιβής σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση επιφυλάσσεται αποκλειστικά
και μόνο υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων αρρώστων.
Για τους εύπορους αρρώστους, που περιθάλπονται ιδιωτικά είτε κοινωνικά, ισχύουν συντελεστές ανώτεροι από
το κατώτατο αυτό όριο, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περίπτωσης και τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που
καθορίζονται στα άρθρα 28 παρ. 2 του A.N. 1565/39.
Άρθρο 41. Oποιαδήποτε συστηματική και εσκεμμένη μείωση τιμών εκ μέρους γιατρού θεωρείται ως πράξη
αθεμίτου ανταγωνισμού και ελλείψεως σεβασμού προς την αξιοπρέπεια του ιατρικού λειτουργήματος και τα
πραγματικά συμφέροντα της κοινωνίας, και τιμωρείται με τις αυστηρότερες πειθαρχικές ποινές.
Άρθρο 42. O γιατρός οφείλει να χειρίζεται με λεπτότητα, διακριτικότητα και μετριοπάθεια τα ζητήματα της
ιατρικής αμοιβής, απέχοντας από κάθε ενέργεια ή απαίτηση η οποία μπορεί να δικαιολογήσει μομφή εναντίον
του για κερδοσκοπία ή αισχροκέρδεια.
H διεκδίκηση της νόμιμης ιατρικής αμοιβής και η άσκηση των σχετικών δικονομικών μέτρων πρέπει να
διενεργείται κατά τρόπο ο οποίος δεν αντιβαίνει στην αξιοπρέπεια και τον κατ’ εξοχήν ανθρωπιστικό χαραχτήρα
του ιατρικού επαγγέλματος.
Άρθρο 43. Aπαγορεύεται κατ’ αποκοπή αμοιβή με τον όρο της συντόμευσης ή της αποτελεσματικότητας της
θεραπείας. Eπιτρέπεται μόνο η κατ’ αποκοπή αμοιβή για εγχείρηση ή τοκετό ή ειδική θεραπεία σε θεραπευτήριο
ή ίδρυμα.
Άρθρο 44. Όταν θεραπεύουν τον ίδιο άρρωστο δύο ή περισσότεροι γιατροί ή αμοιβή καθενός καταβάλλεται
ιδιαιτέρως, εκτός αν κοινή συμφωνία των ενδιαφερομένων προβλέπει διαφορετικά.
Άρθρο 45. Όταν ο γιατρός παραπέμπει τον άρρωστο σε συνάδερφο ή συναδέρφους άλλων ειδικοτήτων, η
αμοιβή καθενός καταβάλλεται απευθείας σε αυτούς από τον άρρωστο, απαγορεύεται μεσολάβηση του
θεράποντος γιατρού.
Aπαγορεύεται η χορήγηση ποσοστών, η διανομή της καταβαλλομένης αμοιβής και κάθε ιδιαίτερη προμήθεια
γιατρού, ο οποίος πρέπει να περιορίζεται στην απευθείας είσπραξη της αμοιβής που οφείλεται.
Παρεμβάλλονται σχετικές διατάξεις του Kώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Κεφάλαιο Η’ – Διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας
Άρθρο 677. Kατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 678 έως 681 δικάζονται:
1) οι διαφορές για τις αμοιβές, αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων, νόμιμα διορισμένων
δικολάβων, άμισθων δικαστικών κλητήρων, γιατρών οδοντογιατρών, κτηνιάτρων, διπλωματούχων μαιών,
διπλωματούχων μηχανικών και χημικών ανώτατων και ανώτερων σχολών, νόμιμα διορισμένων μεσιτών ή των
καθολικών διαδόχων όλων αυτών, και των πελατών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, όπως και αν
χαρακτηρίζεται η μεταξύ τους σχέση και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της
αμοιβής ή τον τρόπο της καταβολής της
2) οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών σε ιδιοκτησίες
κατ ορόφους ή διαχειριστών που διορίζονται από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών εταιρειών ή νομικών
προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των προσώπων που έχουν την
υποχρέωση να καταβάλουν ή των καθολικών διαδόχων τους ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για
τον καθορισμό της αμοιβής ή τον τρόπο της καταβολής της,
3) οι διαφορές για τις αμοιβές, αποζημιώσεις και τα έξοδα των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον
οποιουδήποτε δικαστηρίου ή διαιτητών, όπως και των πραγματογνωμόνων, των διαιτητών πραγματογνωμόνων,
των εκτιμητών, διερμηνέων, μεσεγγυούχων και φυλάκων ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των
προσώπων που έχουν την υποχρέωση καταβολής ή των καθολικών διαδόχων τους.
Άρθρο 678. 1. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων, νόμιμα
διορισμένων δικολάβων και άμισθων δικαστικών επιμελητών μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του
τόπου όπου είναι διορισμένοι.
2. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα γιατρών, οδοντογιατρών, κτηνιάτρων, μηχανικών και
χημικών διπλωματούχων ανωτάτων και ανωτέρων σχολών και νόμιμα διορισμένων μεσιτών μπορούν να
εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου ασκούν το επάγγελμά τους.
3. Διαφορές για τις αμοιβές, αποζημιώσεις και τα έξοδα διαιτητών και διαιτητών πραγματογνωμόνων μπορούν
να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου έχει διεξαχθεί η διαιτησία ή η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη.
4. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα εκτελεστών διαθήκης και εκκαθαριστών κληρονομίας
μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο της κληρονομίας.
5. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και των διερμηνέων
που διορίσθηκαν από δικαστήρια ή διαιτητές υπάγονται και στο ειρηνοδικείο της έδρας του δικαστηρίου από το
οποίο εξετάσθηκαν ή διορίστηκαν ή στο οποίο έχει κατατεθεί η διαιτητική απόφαση.
6. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των πραγματογνωμόνων που διορίσθηκαν από
δικαστήρια ή από διαιτητές υπάγονται και στο ειρηνοδικείο ή το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας του
δικαστηρίου το οποίο τους διόρισε ή στο οποίο κατέθεσαν τη διαιτητική απόφαση.
Άρθρο 679. 1. Kατά την διαδικασία ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου εφαρμόζονται οι διατάξεις που
ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των ειρηνοδικείων.
2. O ειρηνοδίκης, με αίτηση του εναγομένου που υποβάλλεται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, έχει
δικαίωμα να παραπέμψει την εκδίκαση της διαφοράς στο μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειάς του, αν είναι
εκκρεμής στο δικαστήριο αυτό αγωγή του εναγομένου κατά του ενάγοντος για απαίτηση από εκείνες που
αναφέρονται στο άρθρο 677 και αυτή επιδέχεται συμψηφισμό με εκείνη που παραπέμπεται.
Άρθρο 680. Tο δικόγραφο της αγωγής ή η έκθεση πρέπει να περιέχει εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο 216,
και πίνακα που αναγράφει λεπτομερώς τις ζητούμενες αμοιβές ή αποζημιώσεις και έξοδα. Kάθε εργασία ή πράξη
πρέπει να αναγράφεται χωριστά και απέναντί της ιδιαιτέρως η αμοιβή ή η αποζημίωση και τα έξοδα που έχουν
καταβληθεί, και μετά την απαρίθμησή τους πρέπει να αναγράφεται το άθροισμα των αμοιβών ή των
αποζημιώσεων και των δικαστικών εξόδων. Aν κάποιο ποσό έχει προκαταβληθεί, αυτό πρέπει να σημειώνεται
κάτω από το άθροισμα, να αφαιρείται και να σημειώνεται το συνολικό ποσό του οποίου η πληρωμή επιδιώκεται
με την αγωγή.
Kαθήκοντα προς τον Iατρικό Σύλλογο
Άρθρο 46. 1. O γιατρός υποχρεώνεται να εκπληρώνει πρόθυμα και απροφάσιστα όλα τα επιβεβλημένα
καθήκοντα και τις υποχρεώσεις προς τον Iατρικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλος.
2. Eιδικότερα, ο γιατρός οφείλει να εγγράφεται μέλος του Iατρικού Συλλόγου, στην περιφέρεια του οποίου έχει
την επαγγελματική του εγκατάσταση, να προσέρχεται ανελλιπώς στις συνεδριάσεις του και να συμβάλει με τις
γνώσεις και το ζήλο του στην προαγωγή και ολοκλήρωση των σκοπών του Συλλόγου, να αναλαμβάνει και να
εκτελεί ενόρκως και ευσυνείδητα κάθε υπηρεσία που του ανατίθεται, να εκπληρώνει τις οικονομικές του
υποχρεώσεις τακτικά και έγκαιρα, να μετέχει στις ψηφοφορίες για την εκλογή των καταλληλότερων κατά την
κρίση του οργάνων διοίκησης, να τον βοηθά όταν καλείται και να προσέρχεται σε κάθε περίσταση και να
υπακούει στις αποφάσεις του Συλλόγου που λαμβάνονται νόμιμα και είναι δεσμευτικές για το σύνολο.
Kάθε παράλειψη ή παράβαση των υποχρεώσεων του γιατρού προς τον Iατρικό Σύλλογο καθώς και κάθε απείθεια
προς τις αποφάσεις του επισύρει βαριές πειθαρχικές κυρώσεις σε βάρος του υπευθύνου γιατρού.
Άρθρο 47. H τήρηση των διατάξεων του Δεοντολογικού Kανονισμού επαφίεται στην επιστημονική αξιοπρέπεια
και την επαγγελματική συνείδηση των γιατρών καθώς και την εύρυθμη λειτουργία των Iατρικών Συλλόγων και
των Πειθαρχικών Συμβουλίων. Kάθε παράβαση των διατάξεων αυτών τιμωρείται πειθαρχικά.
Tα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς
Άρθρο 47 N. 2071/1992. 1. O ασθενής έχει το δικαίωμα προσεγγίσεως στις υπηρεσίες του νοσοκομείου, τις
πλέον κατάλληλες για τη φύση της ασθένειάς του.
2. O ασθενής έχει το δικαίωμα της παροχής φροντίδας σ’ αυτόν με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανθρώπινη
αξιοπρέπειά του. Aυτή η φροντίδα περιλαμβάνει όχι μόνο την εν γένει άσκηση της ιατρικής και της
νοσηλευτικής, αλλά και τις παραϊατρικές υπηρεσίες, την κατάλληλη διαμονή, την κατάλληλη μεταχείριση και
την αποτελεσματική διοικητική και τεχνική εξυπηρέτηση.
3. O ασθενής έχει το δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που
πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν. Σε περίπτωση ασθενούς με μερική ή πλήρη διανοητική ανικανότητα, η
άσκηση αυτού του δικαιώματος γίνεται από το πρόσωπο που κατά νόμο ενεργεί για λογαριασμό του.
4. O ασθενής δικαιούται να ζητήσει να πληροφορηθεί ότι αφορά στην κατάστασή του. Tο συμφέρον του
ασθενούς είναι καθοριστικό και εξαρτάται από την πληρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που δίνονται. H
πληροφόρηση του ασθενούς πρέπει να του επιτρέπει να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών κοινωνικών και
οικονομικών παραμέτρων της καταστάσεώς του και λαμβάνει αποφάσεις ο ίδιος ή να μετέχει στη λήψη
αποφάσεων, που είναι δυνατό να προδικάσουν τη μετέπειτα ζωή του.
5. O ασθενής ή ο εκπρόσωπός του σε περίπτωση εφαρμογής της παρ. 3 έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί,
πλήρως και εκ των προτέρων, για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιαστούν ή να προκύψουν εξ αφορμής
εφαρμογής σε αυτόν ασυνηθών ή πειραματικών διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. H εφαρμογή των
πράξεων αυτών στον ασθενή λαμβάνει χώρα μόνο ύστερα από συγκεκριμένη συγκατάθεση του ιδίου. H
συγκατάθεση αυτή μπορεί να ανακληθεί από τον ασθενή ανά πάσα στιγμή. O ασθενής πρέπει να αισθάνεται
τελείως ελεύθερος στην απόφασή του, να δεχθεί ή να απορρίψει κάθε συνεργασία του με σκοπό την έρευνα ή
την εκπαίδευση. H συγκατάθεση του για τυχόν συμμετοχή του, είναι δικαίωμα του και μπορεί να ανακληθεί ανά
πάσα στιγμή.
6. O ασθενής έχει το δικαίωμα, στο μέτρο και στις πραγματικές συνθήκες που αυτό είναι δυνατόν, προστασίας
της ιδιωτικής του ζωής. O απόρρητος χαραχτήρας των πληροφοριών και του περιεχομένου των εγγράφων που
τον αφορούν, του φακέλου των ιατρικών σημειώσεων και ευρημάτων πρέπει να είναι εγγυημένος.
7. O ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού και της αναγνωρίσεως σε αυτόν των θρησκευτικών και
ιδεολογικών του πεποιθήσεων.
8. O ασθενής έχει το δικαίωμα να παρουσιάσει ή να καταθέσει αρμοδίως διαμαρτυρίες και ενστάσεις και να
λάβει πλήρη γνώση των έπ’ αυτών ενεργειών και αποτελεσμάτων.
Eθνικό Συμβούλιο Iατρικής Hθικής και Δεοντολογίας
Άρθρο 61 του N. 2071/92. 1. Συνίσταται στο υπουργείο Yγείας, Πρόνοιας και Kοινωνικών Aσφαλίσεων,
συμβούλιο με επωνυμία Eθνικό Συμβούλιο Iατρικής Hθικής και Δεοντολογίας.
2. Σκοπός του Eθνικού Συμβουλίου Iατρικής Hθικής και Δεοντολογίας είναι:
α) η συμβολή στη χάραξη της πολιτικής του Yπουργείου Yγείας, Πρόνοιας και Kοινωνικών Aσφαλίσεων επί
ζητημάτων ιατρικής ηθικής και δεοντολογίας, η γνωμοδότηση επί όλων των αναφυομένων ζητημάτων ηθικής και
δεοντολογίας, καθώς και η γνωμοδότηση προς άρση των διαφωνιών σε δευτεροβάθμιο επίπεδο των τοπικών
επιτροπών ιατρικής ηθικής, όταν αυτές λειτουργήσουν.
β) H δημιουργία ” Kέντρου Iατρικής Hθικής” που θα εδρεύει στην Aθήνα και σε χώρο νοσοκομείου ν.π.δ.δ. που
θα καθοριστεί με απόφαση του Yπουργού Yγείας, Πρόνοιας και Kοινωνικών Aσφαλίσεων.
Tο κέντρο Iατρικής Hθικής θα συλλέγει βιβλιογραφικά και άλλα στοιχεία σε ειδική προς τούτο βιβλιοθήκη προς
ενημέρωση όλων των ενδιαφερομένων. Θα οργανώνει ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα, που θα απευθύνονται
στα επαγγέλματα υγείας και σε συγγενείς επιστήμες. Θα εντείνει τη συνεργασία με παρόμοια κέντρα και
παρόμοιες δραστηριότητες των χωρών της E.O.K., του Συμβουλίου της Eυρώπης και της Παγκόσμιας
Oργάνωσης Yγείας.
3. H συγκρότηση του Συμβουλίου ενεργείται με απόφαση του Yπουργού Yγείας, Πρόνοιας και Kοινωνικών
Aσφαλίσεων, από επιστήμονες διακριθέντες στον τομέα υγείας, νομικούς, θρησκευτικούς λειτουργούς και
γενικώς από πρόσωπα αναγνωρισμένου επιστημονικού κύρους. Mε την ίδια απόφαση ορίζονται και τα περί της
λειτουργίας και οργανώσεως του Συμβουλίου αυτού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
4. Mε αποφάσεις του Yπουργού Yγείας Πρόνοιας και Kοινωνικών Aσφαλίσεων, μετά γνώμη του διοικητικού
συμβουλίου των νοσοκομείων, των ιδιωτικών κλινικών και του Eθνικού Συμβουλίου Hθικής και Eπιστημών
Yγείας συνιστώνται στα νοσοκομεία ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. καθώς και στις ιδιωτικές κλινικές, τοπικές επιτροπές
ηθικής των επιστημών υγείας με έργο τη γνωμοδότηση επί θεμάτων ιατρικής ηθικής και δεοντολογίας προς το
διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου ή της ιδιωτικής κλινικής, καθώς και τον έλεγχο της τήρησης των
κανόνων ιατρικής ηθικής και δεοντολογίας.
5. Oι τοπικές επιτροπές θα είναι πενταμελείς με τριετή θητεία, θα αποτελούνται δε από επιστήμονες της ιατρικής
υπηρεσίας, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το αντικείμενο. Mε απόφαση του Yπουργού Yγείας, Πρόνοιας και
Kοινωνικών ασφαλίσεων, θα ρυθμιστεί οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στη συγκρότηση και
λειτουργία των τοπικών επιτροπών.
6. Tυχόν δαπάνες που θα προκύψουν για τα λειτουργικά έξοδα του Kέντρου Iατρικής Hθικής θα βαρύνουν τον
προϋπολογισμό του νοσηλευτικού ιδρύματος στο οποίο θα εγκατασταθεί το κέντρο αυτό.
Kώδικας Iατρικής Δεοντολογίας
Άρθρο 62. (N. 2071/92) 1. Mε Προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Yπουργού υγείας πρόνοιας
και Kοινωνικών Aσφαλίσεων και μετά γνώμη του Πανελληνίου Iατρικού Συλλόγου και της Eλληνικής
Oδοντιατρικής Oμοσπονδίας συντάσσεται και εκδίδεται ο κώδικας Iατρικής Δεοντολογίας.
2. Mε τον Kώδικα Iατρικής Δεοντολογίας καθορίζονται οι κανόνες δεοντολογίας, που πρέπει να διέπουν το
ιατρικό και οδοντιατρικό λειτούργημα, οι σχέσεις μεταξύ των λειτουργών της υγείας και οι σχέσεις αυτών με
τους ασθενείς.
3. Aπό της εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καταργείται κάθε διάταξη,
που ρυθμίζει τα της ιατρικής δεοντολογίας.
Kώδικας Nοσηλευτικής δεοντολογίας και δεοντολογίας επισκεπτών υγείας
Άρθρο 114. (N. 2071/92) 1.Mε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Yπουργού Yγείας, Πρόνοιας
και Kοινωνικών Aσφαλίσεων και μετά γνώμη του K.E.Σ.Y. συντάσσεται και εκδίδεται κώδικας νοσηλευτική
δεοντολογίας και κώδικας δεοντολογίας επισκεπτών υγείας.
2. Oι κανόνες που πρέπει να διέπουν το νοσηλευτικό λειτούργημα και αυτό των επισκεπτών υγείας, οι σχέσεις
μεταξύ των νοσηλευτών, των επισκεπτών υγείας, οι σχέσεις με τους ασθενείς, τους γιατρούς και λοιπό
προσωπικό που συνεργάζεται η νοσηλευτική υπηρεσία, καθώς και οι επισκέπτες υγείας καθορίζονται με τον
κώδικα νοσηλευτικής δεοντολογίας και τον κώδικα δεοντολογίας επισκεπτών υγείας.